
Ευρώπη, γιατί ανεβαίνουν συνεχώς οι τιμές των αυτοκινήτων;
Από το 2020 και μετά, οι τιμές των καινούργιων αυτοκινήτων στην Ευρώπη έχουν πάρει την ανιούσα, προκαλώντας προβληματισμό τόσο στους καταναλωτές όσο και στην ίδια την αυτοκινητοβιομηχανία.


Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Institut Mobilités en Transition (IMT) σε συνεργασία με τη συμβουλευτική εταιρεία C-Ways, η άνοδος των τιμών στην Ευρώπη είναι πολυπαραγοντική και σίγουρα δεν μπορεί να αποδοθεί μονομερώς στις αποφάσεις των κατασκευαστών.
Η μελέτη βασίζεται στην εξέλιξη των σταθμισμένων – βάσει πωλήσεων – τιμών καταλόγου όλων των επιβατικών αυτοκινήτων που πωλήθηκαν στη Γαλλία την τελευταία πενταετία. Όπως προκύπτει, η μέση τιμή ενός νέου αυτοκινήτου αυξήθηκε κατά €6.765 από το 2020 έως το 2024, δηλαδή κατά περίπου 24%.
Σύμφωνα με την έρευνα, το ήμισυ αυτής της αύξησης οφείλεται στις στρατηγικές επιλογές των ίδιων των κατασκευαστών. Η άνοδος αυτή αποδίδεται επίσης σε εξωγενείς αιτίες που επηρεάζουν τις αυτοκινητοβιομηχανίες (25%) αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως ο συνδυασμός ρυθμιστικού πλαισίου και βιομηχανικής στρατηγικής (25%).
H άνοδος των τιμών των καινούργιων αυτοκινήτων στην Ευρώπη δεν είναι αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου παράγοντα αλλά προϊόν μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης στρατηγικών αποφάσεων
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ Θερμικά vs EV: Ποια ρυπαίνουν περισσότερο με φρένα και λάστιχα;
Ένα από τα βασικά σημεία της μελέτης είναι ότι η αύξηση των τιμών σε πρώτες ύλες, ενέργεια και ανθρώπινο δυναμικό αντιστοιχεί σε λιγότερο από 6% της συνολικής αύξησης τιμής των νέων αυτοκινήτων. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως το πρότυπο εκπομπών Euro 6D Full που εφαρμόζεται από το 2021 και ο κανονισμός GSR2 για την ενσωμάτωση συστημάτων ενεργητικής ασφάλειας (σε ισχύ από τον Ιούλιο του 2024) συντελούν στην αύξηση του κόστους. Το οποίο μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή.
Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει την άνοδο των τιμών είναι η πτώση των συνολικών πωλήσεων νέων αυτοκινήτων. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι πωλήσεις έπεσαν από 2,21 εκατομμύρια μονάδες το 2019 σε 1,72 εκατομμύρια το 2024, δηλαδή μια μείωση της τάξης του 22%. Για να αντισταθμίσουν αυτή τη μείωση σε όγκο πωλήσεων, οι κατασκευαστές επέλεξαν – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο – να μετατοπίσουν το χαρτοφυλάκιό τους προς τα επάνω. Εστιάζοντας σε μεγαλύτερα, πιο καλοεξοπλισμένα και πιο προσοδοφόρα μοντέλα.
Η στρατηγική αυτή περιλάμβανε τη μείωση της παρουσίας μικρών και οικονομικών αυτοκινήτων και την ενίσχυση της προσφοράς SUV, με αποτέλεσμα το μείγμα πωλήσεων να στρέφεται προς ακριβότερες κατηγορίες. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτή η μετατόπιση ευθύνεται για έως και 8% της συνολικής αύξησης των τιμών. Όπως μάλιστα τονίζεται αν το μείγμα επανερχόταν στα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας, η μέση τιμή θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου €2.000.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ Χαλάρωση CO₂ από 2025: «Πράσινο φως» από Συμβούλιο της ΕΕ
Σημαντική είναι και η εφαρμογή της λεγόμενης πολιτικής «pricing power», που υιοθέτησαν αρκετοί κατασκευαστές. Η στρατηγική αυτή βασίζεται στην ικανότητά τους να διατηρούν υψηλότερα περιθώρια κέρδους, τιμολογώντας ακριβότερα μοντέλα ίδιου μεγέθους και τεχνικών χαρακτηριστικών. Σύμφωνα με τη μελέτη, η πρακτική αυτή έχει συνεισφέρει περίπου 4% στην αύξηση των τιμών, αλλά πλέον δείχνει να φτάνει στα όριά της.
Είναι ενδεικτικό πως τόσο ο Luca de Meo, διευθύνων σύμβουλος της Renault, όσο και ο John Elkann, πρόεδρος του Oμίλου Stellantis, έχουν καλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει σε χαλάρωση των κανονισμών, ώστε να καταστεί εκ νέου εφικτή η παραγωγή προσιτών, μικρών αυτοκινήτων για το ευρύ κοινό. Κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάκαμψη της αγοράς.
Το τρίτο σκέλος είναι αυτό που οι συντάκτες της έρευνας καλούν ως «υβριδικό». Καθώς συνδυάζει τις δημόσιες πολιτικές με τις στρατηγικές των εταιρειών που επιχειρούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Σε αυτό το πεδίο ανήκει πρωτίστως η εξηλεκτρισμένη μετάβαση της αυτοκίνησης, η οποία αποτελεί βασική κατεύθυνση της ΕΕ στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής και της δέσμευσης για απαγόρευση πώλησης θερμικών αυτοκινήτων έως το 2035.
Από το 2020 εφαρμόζεται η προδιαγραφή CAFE (Corporate Average Fuel Economy), η οποία επιβάλλει αυστηρά όρια στις μέσες εκπομπές CO₂ κάθε κατασκευαστή. Για να επιτύχουν τους στόχους, οι αυτοκινητοβιομηχανίες προχώρησαν σε έναν ταχύτατο και σε πολλές περιπτώσεις μαζικό εξηλεκτρισμό της γκάμας τους, με αποτέλεσμα το μερίδιο των εξηλεκτρισμένων αυτοκινήτων στη Γαλλία να αυξηθεί από 17% το 2020 σε 47% το 2024.
Ωστόσο, αυτή η στροφή συνοδεύτηκε από σημαντικό κόστος, αφού όπως τονίζει η έρευνα τα plug-in hybrid και EV προσέθεσαν 1% και 2% αντίστοιχα στη γενική αύξηση των τιμών.
Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τη στρατηγική επιλογή των κατασκευαστών να προωθούν κυρίως μεγαλύτερα και πολυτελέστερα ηλεκτρικά μοντέλα. Κάτι που όμως όπως βλέπουμε σιγά-σιγά αλλάζει. Επιπλέον, το μέσο βάρος των αυτοκινήτων αυξήθηκε από 1.365 kg το 2020 σε 1.490 kg το 2024, γεγονός που λειτουργεί εντελώς αντίθετα από τον στόχο βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Συνοψίζοντας, η άνοδος των τιμών των καινούργιων αυτοκινήτων δεν είναι αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου παράγοντα. Αντιθέτως, είναι το προϊόν μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης στρατηγικών αποφάσεων των κατασκευαστών, κανονιστικών απαιτήσεων, τεχνολογικών μεταβάσεων και οικονομικών συνθηκών. Η εύρεση ισορροπίας ανάμεσα στη βιωσιμότητα, την τεχνολογική πρόοδο και την ανταγωνιστική τιμή παραμένει μεγάλη πρόκληση για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η πίεση από τους Κινέζους κατασκευαστές γίνεται ολοένα και πιο αισθητή.