
Από τη Renault στην Kering: Τι σηματοδοτεί η αποχώρηση του Luca de Meo;
Ο Luca de Meo αποχωρεί, αφήνοντας πίσω του μια βαθιά μετασχηματισμένη αυτοκινητοβιομηχανία. Ποιο θα είναι το μέλλον της Renault και ποιος μπορεί να είναι ο διάδοχός του.


Η Renault ανακοίνωσε επίσημα την αποχώρηση του διευθύνοντος συμβούλου της, Luca de Meo, λίγες μόλις ημέρες αφότου επιβεβαιώθηκε ότι ο Ιταλός μάνατζερ αναλαμβάνει τη θέση του CEO στον γαλλικό όμιλο πολυτελείας Kering, στον οποίο ανήκουν κορυφαία εμπορικά σήματα όπως Gucci, Balenciaga, Saint Laurent και Bottega Veneta.
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ευρωπαϊκή επιχειρηματική σκηνή και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις: Η μετοχή της Renault κατέγραψε πτώση που έφτασε το -8%, ενώ αντιστρόφως, η Kering σημείωσε άνοδο άνω του 13%, ένδειξη ότι οι αγορές επιδοκιμάζουν τη συγκεκριμένη επιλογή. Όταν ο Luca de Meo ανέλαβε τα ηνία της Renault το καλοκαίρι του 2020, ο όμιλος βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Η σκιά του σκανδάλου Carlos Ghosn, η επιδείνωση των σχέσεων με τη Nissan και οι συνεχείς οικονομικές ζημίες είχαν φέρει την εταιρεία σε ένα οριακό σημείο. Το Groupe Renault χρειαζόταν επειγόντως ένα νέο πρόσωπο με όραμα, εμπειρία και αποφασιστικότητα για να τη βγάλει από το τέλμα και να την οδηγήσει σε μια νέα εποχή.
Πίσω από την εναλλαγή ρόλων του Luca de Meo διακυβεύεται μια βαθιά αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού και για τις δύο πλευρές
Ο de Meo, με προϋπηρεσία σε ηγετικές θέσεις στις FIAT, Audi και SEAT, ανέλαβε αυτή την πρόκληση παρουσιάζοντας ένα φιλόδοξο στρατηγικό πλάνο με την ονομασία «Renaulution». Στόχος του δεν ήταν απλώς η ανάκαμψη, αλλά η βαθιά αναδιάρθρωση της Renault σε μια σύγχρονη, τεχνολογικά προηγμένη και βιώσιμη επιχείρηση.
Το πολυεπίπεδο σχέδιο περιλάμβανε:
- Δραστική μείωση του λειτουργικού κόστους και την επιστροφή στην κερδοφορία
- Ανανέωση της γκάμας προϊόντων με μοντέλα όπως τα Austral, Scénic E-Tech, Rafale, Symbioz, R5 E-Tech και R4 E-Tech
- Επανεκκίνηση της μάρκας brand Alpine, τοποθετώντας το ως τεχνολογική και συναισθηματική ναυαρχίδα
- Δημιουργία αυτόνομων spin-off όπως η Ampère (για την ηλεκτροκίνηση) και η Mobilize (για τις υπηρεσίες κινητικότητας και data).
Παράλληλα, ο de Meo μείωσε την εξάρτηση της Renault από τη Nissan, υιοθετώντας μια πιο ευέλικτη στρατηγική συνεργασιών με τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Google και η Qualcomm. Με τον τρόπο αυτό, το κέντρο βάρους της Renault μετατοπίστηκε από τις παραδοσιακές συμμαχίες του παρελθόντος σε πιο εύστοχες και καινοτόμες συνέργειες με στόχο την επιτάχυνση του ψηφιακού και ενεργειακού μετασχηματισμού.
Η ανακοίνωση της αποχώρησης του Luca de Meo έρχεται σε μια καθοριστική συγκυρία για τη Renault. Ο όμιλος ετοιμάζεται να περάσει στο επόμενο στάδιο του στρατηγικού του σχεδίου -με την κωδική ονομασία «Futurama», να διεκδικήσει με αξιώσεις ηγετικό ρόλο στη νέα ευρωπαϊκή αγορά των μικρών ηλεκτρικών με αιχμή το Renault 5, και να ολοκληρώσει τον οργανωτικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων του ανά τομέα: Ampère (EVs και software), Power (ICE και hybrid), Alpine (performance) και Mobilize (νέες μορφές κινητικότητας).
Με άλλα λόγια, η Renault βρίσκεται σε ένα κομβικό σταυροδρόμι: Είτε θα εμπεδώσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, εδραιώνοντας τη θέση της στον νέο χάρτη της αυτοκινητοβιομηχανίας είτε θα ρισκάρει να χάσει τη δυναμική που με κόπο έχτισε μέσα στην τελευταία 4ετία.
Η απώλεια ενός τόσο ισχυρού και οραματικού ηγέτη δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για την ταχύτητα και το βάθος του μετασχηματισμού. Παρά την ύπαρξη ενός στιβαρού ενδιάμεσου μάνατζμεντ, ο διάδοχος του de Meo καλείται να ισορροπήσει μεταξύ συνέχειας και ανανέωσης, χωρίς να εκτροχιάσει τη στρατηγική πορεία.
Ανάμεσα στα πρώτα ονόματα που έχουν πέσει στο τραπέζι βρίσκουμε τον Denis Le Vot, επικεφαλής της Dacia, ο οποίος έχει χτίσει τη φήμη του πάνω στην απλοποίηση, sτην αποτελεσματικότητα και sτη ρεαλιστική προσέγγιση του value for money. Εναλλακτικά, συζητείται και ο Maxime Picat, στέλεχος του Ομίλου Stellantis με μακρά εμπειρία στους τομείς παραγωγής, αγορών και βιομηχανικής στρατηγικής.
Σε κάθε περίπτωση, η Renault καλείται να απαντήσει σε τρία κρίσιμα ερωτήματα:
1. Θα καταφέρει να διατηρήσει τον ρυθμό της ψηφιακής και ηλεκτρικής μετάβασης;
2. Πώς θα θωρακίσει την παγκόσμια παρουσία της απέναντι στον ολοένα και πιο επιθετικό κινεζικό ανταγωνισμό;
3. Ποιος θα έχει το κύρος και την ικανότητα να εμπνεύσει επενδυτές, εργαζόμενους και κοινό σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας;
Η μετακίνηση του Luca de Meo στον Όμιλο Kering δεν αποτελεί απλώς μια προσωπική επαγγελματική αναβάθμιση. Αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη τάση στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους: Την αναζήτηση ηγετών με εμπειρία σε τομείς της «real economy», ικανούς να μεταφέρουν τεχνογνωσία και πειθαρχία από τον βιομηχανικό κόσμο σε πιο ρευστά περιβάλλοντα όπως η μόδα και το lifestyle.
Ο ίδιος ο Όμιλος Kering διανύει μια περίοδο έντονης αναδιοργάνωσης. Οι πωλήσεις του Gucci υποχωρούν, ο ανταγωνισμός από τους γίγαντες LVMH και Hermès εντείνεται, ενώ εκκρεμούν απαντήσεις για τη στρατηγική του σε δύο κρίσιμους τομείς: Τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη βιωσιμότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο de Meo δεν έρχεται απλώς ως έμπειρος διαχειριστής. Φέρνει μαζί του την ικανότητα να οργανώνει, να εμπνέει και να υλοποιεί κάτω από πίεση. Η επιτυχία του στη διαχείριση σύνθετων χαρτοφυλακίων, η εμπειρία του στον χειρισμό κρίσεων και η ικανότητά του να διαμορφώνει πολιτισμό γύρω από το προϊόν, τον καθιστούν κάτι περισσότερο από έναν τεχνοκράτη: Έναν ηγέτη με στρατηγική πυξίδα και επιρροή.
Η μετάβαση από τον κόσμο της μηχανοκίνησης στον κόσμο του luxury lifestyle δεν είναι αυτονόητη -αλλά ούτε και αδιανόητη. Ειδικά όταν πρόκειται για έναν μάνατζερ που έχει αποδείξει πως μπορεί να αναδείξει την κουλτούρα, την αφήγηση και την αξία χρήσης ως κεντρικά στοιχεία του επιχειρηματικού σχεδιασμού.
Η Renault του Luca de Meo δεν είναι πια η εταιρεία του 2020. Σήμερα, διαθέτει σαφέστερο στρατηγικό προσανατολισμό, απλοποιημένη δομή, λιγότερη εσωτερική αδράνεια και ενισχυμένο αποτύπωμα καινοτομίας. Δεν έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα -ούτε τα οικονομικά, ούτε τα θεσμικά- όμως έχει διαμορφωθεί ένα λειτουργικό και ανθεκτικό πλαίσιο, ικανό να στηρίξει την επόμενη φάση ανάπτυξης.
Το διακύβευμα πλέον, είναι η συνέχεια. Η Renault καλείται να βρει τον άνθρωπο που θα διασφαλίσει πως η πρόοδος των τελευταίων ετών δεν θα ανακοπεί και πως η εταιρεία δεν θα επιστρέψει στη στασιμότητα ή στη διαχειριστική αβεβαιότητα του παρελθόντος.
Η αποχώρηση του de Meo δεν είναι απλώς μια αλλαγή ηγεσίας. Είναι δοκιμασία αντοχής: Ένα τεστ για το κατά πόσον μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να κτίζει όταν χάσει τον αρχιτέκτονά της -ή αν, αντίθετα, κινδυνεύει να αρχίσει να αποσυντίθεται από μέσα.