Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;

Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;

Πωλείται τηλεόραση LCD, 32”, ελαφρώς μεταχειρισμένη σε άριστη κατάσταση. Με καινούργιες μπαταρίες τηλεκοντρόλ. Δεν την ανοίγω πλέον. Τι να δω; Μόνο επαναλήψεις σίριαλ από την εποχή των παχιών αγελάδων έχει ή δυσάρεστες ειδήσεις. Με τους δημοσιογράφους σε διατεταγμένη υπηρεσία εκφοβισμού της κοινής γνώμης και τους πολιτικούς, ζαρωμένους σαν βρεγμένα γατιά πλέον, αλλά με τα δάχτυλα ακόμη λιγδωμένα από το μεγάλο φαγοπότι να θέτουν εκβιαστικά διλήμματα ως  λύσεις στις δικές τους μαλακίες.
Και στο γραφείο, έχω συνέχεια τα ακουστικά στα αυτιά μου. Στα κενά από το ένα τραγούδι στο άλλο, ακούω από το δίπλα γραφείο τον Κλεάνθη με τον Κουτσουφλάκη να αναλύουν ξανά και ξανά την πολιτικοοικονομική κατάσταση. Τα μετράνε από εδώ τα ζυγίζουν από εκεί, άκρη δεν βγαίνει. Η κατάσταση θα χειροτερέψει λένε, θα γίνουμε Αργεντινή. Τι Αργεντινή; Κατοχή θα ζήσουμε; Θα βγούνε πάλι στους δρόμους τα φορτηγά που περνούσαν και μάζευαν τα τουμπανισμένα από την πείνα πτώματα. Ούτε με τη μάνα μου μιλάω. Διότι κι αυτή κάθε φορά μου κάνει την ίδια αδιέξοδη ερώτηση: «τι θα γίνουμε, βρε αγόρι μου; Σε ποια Ελλάδα θα μεγαλώσουν τα παιδιά σου;». Μεγάλη κουβέντα.
Παλιά αυτές οι μέρες ήταν πολύ όμορφες. Τέτοια εποχή κάναμε σχέδια για διακοπές και οργανώναμε παρέες. Φέτος ντρέπομαι να λέω ότι έχω ακόμη δουλειά, διότι πολύ πιθανόν κάποιος από την παρέα να έχει μόλις χάσει τη δική του.
[inset side=left]Περισσότερο από το πορτοφόλι μας, η οικονομική και κοινωνική κρίση απειλεί τη διάθεσή μας. Να δούμε φίλους και να μοιραστούμε μαζί τους στιγμές και συναισθήματα[/inset]Τις μέρες που η Αθήνα καιγόταν και μέσα στη Βουλή ψηφιζόταν το μεσοπρόθεσμο, καιγόταν κι πισινός μας για την παραγωγή του τεύχους. Ήμουν στο γραφείο μέχρι τις 10 το βράδυ. Στη δική μας τη δουλειά έτσι κι αλλιώς η απεργία δεν έχει και πολύ νόημα. Και μια και δύο και τρεις μέρες να λείψουμε από το γραφείο, το περιοδικό θα βγει στην ώρα του και οι σελίδες θα είναι γεμάτες. Μόλις έφτασα στο σπίτι κι άνοιξα το παράθυρο έβαλα τα κλάματα. Τα δακρυγόνα στο κέντρο είχαν κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική στον Περισσό. Το έκλεισα ξανά και κάθισα για λίγο στο σαλόνι, μόνος με τα φώτα σβηστά. Σκέφτηκα να κατέβω στο Σύνταγμα. Να μουντζώσω κι εγώ τη Βουλή, να πετάξω κανένα αυγό ή καφέ σε πολιτικό. Να γράψω συνθήματα. Να δείρω μπάτσους και κουκουλοφόρους και να με δείρουνε. Να νιώσω κι εγώ αγωνιστής.
Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ, μουδιασμένο, σαν να είχα μόλις μάθει ένα κακό μαντάτο. Άλλαξα γνώμη. Πήρα το αυτοκίνητο και βγήκα μια βόλτα. Από εκείνες τις παλιές, τις καλές, που είχα πολύ καιρό να κάνω, ανάγοντας την τιμή της βενζίνης που θα έκαιγα στο ισόποσο βρεφικού γάλακτος. Εθνική, Διόνυσος, Ν. Μάκρη, Μαραθώνος, Αττική Οδός, Λαύριο, Σούνιο, Ανάβυσσος. Περισσότερο από το να πολεμήσω με σφεντόνα τον πυρηνικό πύραυλο, διότι έτσι νιώθω μπροστά στην οργανωμένη διεθνή συμμορία που κινεί τα νήματα στο πολιτικό σύστημα, ήθελα να ζήσω αυτές που ίσως να είναι οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας. Εγωιστικό; Μάλλον. Και βολικό. Η φωνή της πλατείας Συντάγματος είναι αρκετά δυνατή και χωρίς εμένα. Περισσότερο από το πορτοφόλι μας, η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε απειλεί τη διάθεσή μας να σηκωθούμε από το κρεβάτι το πρωί. Να δουλέψουμε, έστω όσοι ακόμη έχουμε αυτό το προνόμιο, να δούμε φίλους και να μοιραστούμε μαζί τους στιγμές και συναισθήματα.
Φυσικά και νιώθω ενοχές. Αυτό το σημείωμα είναι απολογητικό. Προς όλους αυτούς που έδειξαν περισσότερο θάρρος και λιγότερο εγωισμό από μένα. Και προς τα παιδιά μου, για την Ελλάδα που θα τους παραδώσω.

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube