Στην Ορεινή Αρκαδία με το Volvo EX40 Twin Motor AWD
Η Αρκαδία εκτός από υπέροχα ορεινά τοπία έχει και μια πλούσια ιστορία χιλιετιών. Της αφιερώνουμε ένα χειμωνιάτικο διήμερο στο τιμόνι ενός Volvo EX40, για να δούμε κι εάν μπορεί κάποιος να ταξιδέψει χωρίς άγχος με EV έξω από τους μεγάλους οδικούς άξονες.
Tι σχέση μπορεί να έχουν ο Alexander και η Bora με το DRIVE; Και οι δύο επώνυμες κακοκαιρίες του περασμένου Νοέμβρη ήρθαν συστημένες για να μας δυσκολέψουν στα ταξίδια μας -η πρώτη στην Εύβοια και η δεύτερη στην Αρκαδία!
Το πήραμε όμως φιλοσοφικά. Χειμώνας δεν είναι; Άρα δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι θα έχει καλό καιρό τις μέρες που έχεις προγραμματίσει ένα ταξίδι. Ας βρέχει, λοιπόν. Κι ας έχει χειμωνιάτικα χρώματα, μουντάδα ή και ομίχλη στις φωτογραφίες. Έτσι είναι τα πράγματα αυτή την εποχή, ιδίως στα βουνά. Έτσι τα ζεις κι έχουν το γούστο τους.
Ξεκινήσαμε λοιπόν για τα βουνά της Αρκαδίας με μπουφάν, ομπρέλες και καρτερικότητα. Ό,τι μπορούσαμε θα κάναμε κι όπου προλαβαίναμε θα πηγαίναμε. Χωρίς επιπλέον άγχος. Διότι ήδη είχαμε κάποιο άγχος, αφού θα οδηγούσαμε το ηλεκτρικό, τετρακίνητο Volvo. Που έχει μεν μπαταρία 75 kWh, αλλά έχει και 408 άλογα που θέλουν «σανό». Θα μας έφτανε το ρεύμα; Και πού θα φορτίζαμε μέσα στα βουνά;

Ένα δύσκολο ξεκίνημα
Μιλώντας για το ταξίδι της Εύβοιας, κάναμε κι εδώ το ίδιο λάθος: Λόγω υποχρεώσεων, ξεκινήσαμε αργά. Στις 11. Ας είναι, θα ζούσαμε και πάλι τα πράγματα όπως κάποιοι… υπναράδες αναγνώστες.
Ευτυχώς, το να πας σήμερα στην Τρίπολη, με την Ολυμπία Οδό είναι παιχνιδάκι. Από την άλλη όμως, ο αυτοκινητόδρομος είναι το αδύνατο σημείο των EV όσον αφορά στην κατανάλωση. Αν πας γρήγορα, τρομάζεις με το ρυθμό που μειώνεται η αυτονομία. Για παράδειγμα, με σταθερά 100 km/h, o trip computer του Volvo έδειχνε κατανάλωση κάπου 12-13 kWh/100 km, ενώ με 120 έδειχνε 20-21 kWh/100 km!
Ξεκινώντας από την Αθήνα, η μπαταρία ήταν στο 62% και το όργανο έδειχνε 240 km αυτονομία, αλλά υπολογισμένη με την κατανάλωση των προηγούμενων ημερών, στην πόλη. Με τα νέα δεδομένα της Εθνικής και παρότι πηγαίναμε με το όριο ταχύτητας ή και κάτω από αυτό, φτάσαμε στην Τρίπολη με την μπαταρία στο 8%, την αυτονομία στα 31 km και επείγουσες ειδοποιήσεις στο ταμπλό, να βρούμε φορτιστή.
Πάλι καλά που εκεί μας περίμενε ο ταχυφορτιστής 180 kW του δικτύου incharge. Πριν φορτίσουμε όμως μας έτυχε μια -άσχετη- αναποδιά κι έτσι, όταν ήμασταν πια έτοιμοι, η ώρα ήταν τρεις και τέταρτο το απόγευμα. Μας απόμεναν δηλαδή κάπου δύο ώρες φως, αλλά τουλάχιστον η βροχή, που είχε πιάσει όταν φορτίζαμε, σταμάτησε και ο καιρός είχε ψιλοανοίξει. Ας είναι, τουλάχιστον η εμπειρία φόρτισης ήταν fast forward κόβοντάς μας τον βήχα για οποιαδήποτε άλλη γκρίνια. Φύγαμε σε αντίστοιχο fast forward λοιπόν, για να προλάβουμε πριν ξαναπέσει ομίχλη πάνω στο Μαίναλο…

Καβαλώντας το Μαίναλο
Για να πας από την Τρίπολη στη Δημητσάνα, η καθιερωμένη διαδρομή είναι μέσω Λεβιδίου και Βλαχέρνας, γύρω από το Μαίναλο. Πιο σύντομος όμως και πολύ πιο ωραίος είναι ο δρόμος που καβαλάει το βουνό και βγαίνει κατευθείαν στη Βυτίνα.
Ανεβαίνοντας, έχεις εκπληκτική θέα του οροπεδίου της Τρίπολης, μέχρι και πέρα από τον Πάρνωνα. Περνάς δίπλα από το χωριό Πιάνα, με την εκκλησία του να δεσπόζει κουρνιασμένη σε έναν ψηλό βράχο, και μέσα από την Αλωνίσταινα, με την όμορφη πλατεία και τα μεγάλα, πέτρινα αρχοντικά της. Ανάμεσα στα δυο χωριά, μπορείς να κάνεις μια μικρή παράκαμψη αριστερά για το Λιμποβίσι, το χωριό των Κολοκοτρωναίων επί 12 γενιές. Το σπίτι τους έχει αναστηλωθεί κι έχει γίνει μουσείο της Επανάστασης, που αξίζει να το επισκεφθείτε.
Μέχρι την Αλωνίσταινα, έχεις στα δεξιά σου τον δρυμό και τις ψηλές κορφές του Μαινάλου, μέσα στα σύννεφα. Ύστερα από το χωριό, μπαίνεις στο πανέμορφο ελατόδασος. Ο δρόμος, που μέχρι πρόσφατα είχε εκεί λακκούβες, έχει ξαναστρωθεί. Κι έτσι φτάνεις γρήγορα στο διάσελο και βλέπεις κάτω χαμηλά τη Βυτίνα. Υπάρχει μάλιστα εκεί τραπέζι με πάγκους για να καθίσεις να απολαύσεις τη θέα. Δεξιά, φεύγει ένας δρόμος που οδηγεί στο χιονοδρομικό του Μαινάλου, το νοτιότερο της Ελλάδας. Εμείς συνεχίσαμε αριστερά κάτω και πιάσαμε την κεντρική άσφαλτο για Δημητσάνα, παρακάμπτοντας τη Βυτίνα αφού δεν είχαμε χρόνο. Εσείς κάνετε μια επίσκεψη στο πολύ γνωστό και περιποιημένο χωριό. Αξίζει!

Μπαρουτόμυλοι και υδροκίνηση
Σε μιαν αριστερή στροφή, μόλις 20 km από τη Βυτίνα, αντικρίζεις ξαφνικά τη Δημητσάνα. Η πρωτεύουσα της Γορτυνίας, χτισμένη σε διπλή λοφοράχη σε υψόμετρο 950 μέτρων, πάνω από το άγριο φαράγγι του Λούσιου, προσφέρει ένα εντυπωσιακό θέαμα με τα πανύψηλα πυργόσπιτα, τις εκκλησίες και το περίφημο ρολόι της. Στην Τουρκοκρατία υπήρχαν εκεί σχολές, απόφοιτοι των οποίων και άλλοι κάτοικοι του χωριού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του ’21. Τότε λειτουργούσαν εκεί και 14 μπαρουτόμυλοι, που έδωσαν στη Δημητσάνα τον χαρακτηρισμό «μπαρουταποθήκη του Έθνους». Υπάρχουν πολλά αξιοθέατα για να επισκεφθείς στο χωριό, μεταξύ των οποίων η Βιβλιοθήκη με το ιστορικό αρχείο, τα σπίτια του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, η εκκλησία της Αγ. Κυριακής, το μαρμάρινο Ρολόι και το θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης».
Βγάλαμε φωτογραφίες βιαστικά για να προλάβουμε να πάμε στο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης πριν σουρουπώσει. Φτιαγμένο σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, λίγο έξω απ’ το χωριό, το μουσείο είναι κάτι μοναδικό. Το να το επισκεφθεί κάποιος είναι, όπως λένε, «must», καθώς έχουν εκμεταλλευτεί τα νερά από το κεφαλάρι του Άι Γιάννη για να αναπαραστήσουν τη λειτουργία του παλιού νερόμυλου, της νεροτριβής, του βυρσοδεψείου και του μπαρουτόμυλου, σε αναστηλωμένα κτίσματα της προβιομηχανικής εποχής.
Μπορείς να περάσεις εκεί ώρες, πλουτίζοντας τις γνώσεις σου και πίνοντας τον καφέ σου στο κυλικείο. Και καλά που είχαμε ξαναπάει, διότι σουρούπωσε και το μουσείο έπρεπε να κλείσει. Φως για φωτογραφίες δεν υπήρχε πια και, αφού χαλαρώσαμε, άρχισε να διαμαρτύρεται το άδειο στομάχι μας. Έπρεπε κάπου να φάμε, καθώς η Καρύταινα, όπου είχαμε κλείσει δωμάτιο, ήταν μακριά και δεν ξέραμε τι κατάσταση επικρατούσε εκεί.

Υπάρχουν πολλοί ξενώνες στη Δημητσάνα και κάμποσα εστιατόρια. Όμως στους παραδοσιακούς, τουριστικούς οικισμούς όπως αυτός, οι δρόμοι είναι πολύ στενοί και οι θέσεις στάθμευσης σπανίζουν. Χώρια που, ακόμα κι αν βρίσκαμε να παρκάρουμε, έπρεπε να αφήσουμε τα ζώα μας, δυο σκυλιά και δυο γατάκια, μέσα στο αυτοκίνητο. Θα γινόταν λαϊκό προσκύνημα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τότε θυμηθήκαμε μια πινακίδα 3-4 km πριν τη Δημητσάνα: «Ταβέρνα το Λάθος». Πήγαμε εκεί και… δεν κάναμε λάθος. Ήσυχη τοποθεσία μέσα στην εξοχή, μεγάλη, προσεγμένη αίθουσα με το τζάκι να καίει, λίγοι πελάτες (λόγω ώρας), καλή κουζίνα και πολύ εξυπηρετικό προσωπικό. Έχετέ το υπόψη.
Χορτασμένοι πλέον και χαλαροί, ξεκινήσαμε για Καρύταινα. Νύχτα και με ομίχλη σε μεγάλο μέρος της διαδρομής. Όμως αυτή η ατμόσφαιρα έκανε την είσοδο στο χωριό ακόμα πιο επιβλητική, με το φωτισμένο φράγκικο κάστρο να κρέμεται από πάνω μας και τα επίσης φωτισμένα, ψηλά πέτρινα πυργόσπιτα να ξεχωρίζουν στο σκοτάδι.
Πετρόχτιστος είναι και ο ξενώνας «Βρένθη», πάνω στον κεντρικό δρόμο, λίγο πριν από την πλατεία. Τα δωμάτια λιτά, αλλά άψογης καθαριότητας, η θέα εκπληκτική και οι δυο κοπέλες που τον δουλεύουν, η Βίκυ και η Μαρία, ευγενικές, εξυπηρετικές (και φιλόζωες!) μέχρις υπερβολής. Στην οικογενειακή επιχείρηση ανήκει και η καφετέρια - σνακ μπαρ λίγο πιο πάνω, όπου μπορείς να απολαύσεις, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, τη θέα και το πλούσιο πρωινό που φτιάχνει η μητέρα των κοριτσιών.

Γεφύρια, σχεδίες και παπάκια
Ξυπνήσαμε νωρίς με την ελπίδα να προλάβουμε τις βροχές που προέβλεπαν τα δελτία. Αμ, δε… Μέχρι να ετοιμαστούμε, είχε ήδη αρχίσει να ρίχνει -ευτυχώς όχι τουλούμια που να μην μπορούμε να βγούμε από το αυτοκίνητο.
Πολλά τα αξιοθέατα μέσα και γύρω από την Καρύταινα. Το φράγκικο κάστρο όμως συντηρείται και προς ώρας δεν είναι επισκέψιμο, οπότε είπαμε να ξεκινήσουμε την περιήγηση από το γεφύρι του Ατσίχολου, δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα. Πέτρινο, μονότοξο, με ισλαμίζοντα χαρακτηριστικά, έχει χτιστεί από Λαγκαδινούς μαστόρους εδώ και πάνω από δύο αιώνες κι έχει πρόσφατα συντηρηθεί. Από κάτω του κυλούν τα κρυστάλλινα νερά του Λούσιου, πριν αυτός εκβάλει στον Αλφειό.
Θυμάμαι πριν χρόνια είχαμε σταματήσει εδώ σε κάποιο DRIVE Trophy και είχαμε στήσει μια ντουζίνα τζιπ για φωτογράφιση. Τώρα απόλυτη ερημιά και ησυχία. Όχι όμως για πολύ. Σε λίγο κατέφθασαν ένα πουλμανάκι, ένα τζιπ με ρυμούλκα, ένα-δυο άλλα αυτοκίνητα και βγήκε ένας μικρός στρατός από ανθρώπους με σωσίβια και κράνη. Αποστολή για ράφτινγκ. Πήραν οδηγίες από τους οργανωτές, κατέβασαν τις φουσκωτές σχεδίες από το τρέιλερ και τις έριξαν στο ποτάμι. Θα κατέβαιναν το Λούσιο, θα περνούσαν στον Αλφειό και θα συνέχιζαν μέχρι το ιστορικό Γεφύρι του Κούκου.
Πολύ θα θέλαμε να το κάνουμε κι εμείς, αλλά ήμασταν σε road trip και είχαμε άλλα σχέδια. Η Βίκυ μας είχε πει να συνεχίσουμε τον δρόμο μέχρι την αρχαία Γόρτυνα, με τα ερείπια του ναού του Ασκληπιού και των λουτρικών εγκαταστάσεων, όπου λέγεται ότι λούζονταν οι αθλητές στο δρόμο για την Ολυμπία και τους Αγώνες. Ρωτήσαμε τους ανθρώπους της Trekking Hellas αν πηγαίναμε καλά. «Ο δρόμος δεν περνάει», μας είπαν. Κάτι θα ήξεραν αυτοί, οπότε πίσω για Καρύταινα και Ελληνικό, απ’ όπου θα στρίβαμε για Γόρτυνα και τα μοναστήρια του Λούσιου.
Στο τρίστρατο όμως, για Ανδρίτσαινα, Ελληνικό και Μεγαλόπολη, θα κάναμε μια μικρή παράκαμψη δύο χιλιομέτρων. Είχαμε ακούσει στο πρωινό ότι, λίγο αφότου πάρεις τον δρόμο προς Μεγαλόπολη, βρίσκεται η φάρμα «Τα Παπάκια», που είναι ένας αληθινός παράδεισος για παιδιά. Πράγματι, σε ένα κτήμα 260 στρεμμάτων έχουν στηθεί εξαιρετικά προσεγμένες εγκαταστάσεις, με τεράστια παιδική χαρά κι ένας μικρός ζωολογικός κήπος που φιλοξενεί από πάπιες, χήνες και παπαγάλους, μέχρι αυστραλιανές στρουθοκαμήλους emu και από νεροχελώνες μέχρι ελάφια κι αγριογούρουνα. Τα παιδιά μπορούν να ξεσαλώσουν και να μάθουν, ενώ οι γονείς θα παίρνουν τον καφέ τους στην καφετέρια ή θα τρώνε στο πολύ εξελιγμένο εστιατόριο. Όσοι ταξιδεύετε οικογενειακά, σημειώστε το.

Το «κρεμαστό» Μοναστήρι
Πίσω στο τρίστρατο και πλώρη για Ελληνικό, απ’ όπου στρίψαμε αριστερά για το φαράγγι του Λούσιου. Η πινακίδα έγραφε «Γόρτυς 6, Μονή Τιμίου Προδρόμου 6», αλλά φτάσαμε στο μοναστήρι και δεν είχαμε δει άλλη διασταύρωση. Δεν πειράζει, θα πάμε στη Γόρτυνα στον γυρισμό. Προέχει μια γεύση από το περίφημο μονοπάτι με τις Μονές του Τιμίου Προδρόμου και του Φιλοσόφου.
Αφήνεις το αυτοκίνητο στο πλάτωμα όπου τελειώνει η άσφαλτος, θαυμάζεις τη θέα προς το στενό, απότομο φαράγγι από το μπαλκόνι που έχει φτιαχτεί εκεί, και συνεχίζεις με τα πόδια. Το μονοπάτι κατηφορίζει απότομα, ύστερα ισιώνει, ανηφορίζει και ύστερα από 10-15 λεπτά πορείας βλέπεις ξαφνικά το μοναστήρι του Προδρόμου να κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι σου. Κολλημένο σαν τσίχλα πάνω στον κάθετο βράχο, με το ποτάμι 200 μέτρα κάτω. Είναι ένα θέαμα που κόβει την ανάσα και δεν απορείς που η Μονή έπαιξε το ρόλο καταφυγίου και ιατρείου για τους αγωνιστές στην Επανάσταση του ’21.
Σήμερα, στο ανδρικό αυτό μοναστήρι του 12ου αιώνα λειτουργεί εργαστήριο ζωγραφικής και ραπτικής ιερών ενδυμάτων και υπάρχει βιβλιοθήκη 1.000 σπάνιων βιβλίων. Όμως όταν φτάσαμε, στη μία το μεσημέρι, η Μονή είχε μόλις κλείσει. Δεν πειράζει, μας παρηγόρησε η θέα ενός τσούρμου από ήμερες γάτες, που ήταν στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη μπροστά από την κλειστή πύλη.
Οι γάτες είχαν διαισθανθεί ότι χαλούσε ο καιρός. Έπρεπε να γυρίσουμε πίσω ολοταχώς. Ανεβήκαμε σχεδόν τρέχοντας την απότομη ανηφόρα και οι ουρανοί άνοιξαν μόλις φτάναμε στο αυτοκίνητο. Πάλι καλά…
Με τους καθαριστήρες στο φουλ, ανεβήκαμε τις απότομες κορδέλες των 8 km μέχρι τη Στεμνίτσα, την οποία δεν είχαμε δει την προηγουμένη αφού είχε νυχτώσει. Αλλά και τώρα λίγα καταφέραμε να δούμε μέσα από το αυτοκίνητο, καθώς δεν μπορούσαμε ούτε να ξεμυτίσουμε λόγω της καταιγίδας. Στενοί, γραφικοί δρόμοι κι εδώ, μεγάλα πέτρινα αρχοντικά, παραδοσιακοί ξενώνες, εστιατόρια, καφέ… Όλα όμορφα και περιποιημένα, όπως σχεδόν παντού στη Γορτυνία. Θα επανέλθουμε.

Η βροχή καταλάγιασε λιγάκι, βγάλαμε κάποιες εικόνες της Στεμνίτσας από μακριά και συνεχίσαμε τον κεντρικό για Ελληνικό. Μας είχε ζώσει η πείνα όταν είδαμε στην πλατεία του χωριού το ομώνυμο καφέ «Ελληνικό». Να σταματήσουμε να πάρουμε κάτι για τον δρόμο.
Σταθήκαμε τυχεροί, αφού είναι ένα καφενείο με ζεστή, φιλόξενη ατμόσφαιρα και ιδιαίτερα ευγενικό ιδιοκτήτη. Πήραμε ζεστή σοκολάτα, υπέροχη πορτοκαλόπιτα και ολόφρεσκα (όπως μας τόνισαν) λουκούμια. Σημειώστε το κι εσείς.
Κάναμε άλλη μια απόπειρα για τη Γόρτυνα, αλλά τζίφος. Καθώς η ώρα προχωρούσε και η στάθμη της μπαταρίας υποχωρούσε, αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο για Ανδρίτσαινα, αφού το αρχικό σχέδιο ήταν να πάμε και στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα.
Στο ύψος της Καρύταινας περάσαμε τη γέφυρα του Αλφειού και θυμηθήκαμε ότι από κάτω της υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο βυζαντινό γεφύρι. Μια στάση κι εδώ. Πράγματι, το γεφύρι, αν και μερικώς κατεστραμμένο (το επισκευάζουν τώρα) άξιζε τον κόπο. Με τη στάση όμως πέρασε κι άλλο η ώρα και θα έπρεπε να αρχίσουμε τις εκπτώσεις και τις συντομεύσεις στο πρόγραμμα…

The long and winding road (του γυρισμού)
Περνώντας έξω από την Καρύταινα, πήραμε μια ακόμα βιαστική φωτογραφία της από μακριά, καθώς ο καιρός είχε κάπως ανοίξει και τη φώτιζε λίγο ο ήλιος. Μετά βουρ για Ανδρίτσαινα, αλλά με ελαφρύ πόδι στο γκάζι για οικονομία. Η διαδρομή ωραία, με άπλετη θέα προς τα απέναντι βουνά, αλλά πολλές στροφές, δεν μπορείς να πας γρήγορα. Όταν φτάσαμε στην Ανδρίτσαινα, είχαμε χρόνο μόνο για λίγες φωτογραφίες στην πλατεία με την εκκλησία του Αγ. Νικολάου.
Στην έξοδο από το «πέτρινο χωριό», είδαμε την πινακίδα «Ναός Επικουρείου Απόλλωνος 14». Που σήμαινε 28 km πήγαιν’-έλα. Συν 61 km μέχρι τον Πύργο για να βρούμε φορτιστή, σύνολο 89. Ο trip computer έδινε μετά βίας 90 km αυτονομία. Ας όψονται οι ανηφόρες στα βουνά. Η εξίσωση δεν έβγαινε, έπεφτε και το φως, οπότε θυσιάστηκε κι ο αρχαίος ναός. Μιαν άλλη φορά…
Συνεχίσαμε λοιπόν για Κρέστενα και Πύργο, ώστε να φτάσουμε άνετα στην Πάτρα και τον ταχυφορτιστή των 180 kW του δικτύου incharge. Ήταν πια μαύρη νύχτα, είχε αρχίσει πάλι να βρέχει και η ορατότητα είχε μειωθεί, κάνοντας τον ήδη επικίνδυνο δρόμο, ακόμα χειρότερο.

Φτάσαμε πάντως στην Πάτρα χωρίς πρόβλημα, ο φορτιστής μας περίμενε και γεμίσαμε την μπαταρία γρήγορα μέχρι το 90% για να μην έχουμε κανένα άγχος. Η οθόνη έδειχνε πλέον αυτονομία 330 km, άρα θα είχαμε θεωρητικά πάνω από 100 km ασφάλεια. Ο υπολογισμός όμως είχε γίνει με βάση τον τουριστικό ρυθμό της ημέρας. Κι εδώ είχαμε αυτοκινητόδρομο. Πάμε συγκρατημένα, λοιπόν, με το όριο ταχύτητας. Όχι πως μας έλειπε η καβάντζα, μιας και το δίκτυο incharge παραμένει πυκνό στον άξονα…
Η βροχή, βροχή και σε κάποια κομμάτια της διαδρομής από Bora εξελίχθηκε σε κατακλυσμό. Σε σημείο που οι καθαριστήρες δεν προλάβαιναν τίποτε. Ορατότης μηδέν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τα νερά στον δρόμο αύξαναν την αντίσταση κύλισης και την κατανάλωση. Φτάσαμε πάντως στην Αθήνα με 50 km αυτονομία και χωρίς κανένα άγχος.
Τελικό συμπέρασμα: Τα EV δεν είναι μόνο για την πόλη, τα προάστια και τους κύριους οδικούς άξονες. Αρκεί ένας στοιχειώδης προγραμματισμός -και το δίκτυο incharge- για να ταξιδέψεις παντού και να χαρείς παραδείσους όπως η ορεινή Αρκαδία, χωρίς το περιβόητο άγχος αυτονομίας. Ακόμα και με τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες – το worst case scenario, που λένε κι οι Αγγλοσάξονες.
Θα το ξανακάναμε αύριο, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αίσθημα ασφάλειας
Γιατί πληρώνουμε το ασφαλιστήριο του αυτοκινήτου; Για να ξέρουμε πως είμαστε καλυμμένοι, έστω κι αν δεν μας χρειαστεί ποτέ. Κάτι ανάλογο θα λέγαμε για το Volvo EX40 Twin Motor AWD, με το οποίο πήγαμε στην Αρκαδία. Δεν μας χρειάστηκε η τετρακίνηση, αλλά ξέραμε πως ήταν εκεί αν θα συναντούσαμε λάσπη ή χιόνι. Ούτε οι 408 ίπποι μας χρειάστηκαν, αλλά ξέραμε πως είχαμε στη διάθεσή μας τη βίαιη (έως και τρομακτική) επιτάχυνση για να πραγματοποιήσουμε οποιοδήποτε προσπέρασμα.
Θεωρητικά, πιο καλά θα μας έκανε το EX30 Long Range, που είναι πιο οικονομικό κι έχει μεγαλύτερη αυτονομία. Όμως το ΕΧ40 είναι πιο ευρύχωρο και πρακτικό, μας χώρεσε άνετα όλους, δίποδους και τετράποδους, μαζί με τα πράγματά μας, και απολαύσαμε την ξεκούραστη ανάρτησή του. Όσο για την κατανάλωση ρεύματος, με την προσεκτική οδήγηση και τη λειτουργία «one pedal drive» μόνιμα ενεργοποιημένη, δεν ξεπέρασε τις 22,4 kWh/100km (μέση τιμή) για ολόκληρη τη δεύτερη μέρα, ενώ πριν τον γυρισμό από Πάτρα ήταν στις μόλις 19 kWh/100km.



