Mongol Rally 2014: Στο Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν

Mongol Rally 2014: Στο Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν

Οι Έλληνες συμμετέχοντες στο Mongol Rally 2014 μας μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους από το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν.

Δεν χορταίνουμε να διαβάζουμε τις περιπέτειες του The Nomad Caravan: της μοναδικής ελληνικής ομάδας στο φετινό Mongol Rally, που αποτελείται από τον Σπύρο Νομπιλάκη, τον Γιώργο Ακεψιμαΐδη και τον Daniel Türk.

Τις προηγούμενες εβδομάδες μάθαμε τα πάντα για το ευρωπαϊκό τμήμα του ταξιδιού και για την πορεία τους στο Ιράν και το Τουρκμενιστάν. Επόμενες χώρες από τις οποίες πέρασαν στο μακρύ ταξίδι που τελικά τους έφερε στο Ουλάν Μπατόρ της Μογγολίας στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, ήταν το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν. Ας αφήσουμε  και πάλι τον Σπύρο Νομπιλάκη να περιγράψει τα δρώμενα σε πρώτο πρόσωπο:

Ουζμπεκιστάν - Καζακστάν

Δυο χώρες που πάνε μαζί σ’ αυτό το ταξίδι – όπως το γιν και το γιανγκ, όπως τα δύο μέλη μιας ζυγαριάς. Στη μια αρρωσταίνουμε, στην άλλη γιατρευόμαστε. Στη μια χαλαρώνουμε, στην άλλη βιαζόμαστε κ.ο.κ. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στο Ουζμπεκιστάν μπαίνουμε απόγευμα, όλο το κονβόι μαζί. Οκτώ αμάξια. Στην πρώτη πόλη μας σταματάει αστυνομικός για επίπληξη επειδή τρέχαμε. Νομίζω δεν ασχολείται περαιτέρω μαζί μας, λόγω του μεγάλου θιάσου που ακολουθεί. Οι δρόμοι έχουν βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το Τουρκμενιστάν και οι ομάδες τρέχουν να προλάβουν τη νύχτα. Πρώτο πάει το Yaris των Δανών κι εμείς μένουμε από τους τελευταίους, με τη σχάρα πάντα ξηλωμένη. Ο στόχος μας βέβαια είναι ακόμα μακριά και η νύχτα μας προλαβαίνει. Τώρα το σκηνικό αλλάζει. Περνάμε τις ομάδες τη μια μετά την άλλη σαν σταματημένες. Η εμπειρία της νυχτερινής οδήγησης απ’ την Τουρκία φαίνεται αποδίδει καρπούς.

Βρισκόμαστε πρώτοι στο κονβόι να οδηγούμε. Θέση που βέβαια έχει και τα προβλήματα της, γιατί είμαστε κι οι πρώτοι που θα σταματήσει το μπλόκο αστυνομικών παρακάτω. Χαρτιά, ιστορίες, μας καταγράφουν. Η ισπανική ομάδα που ακολουθεί σταματάει να δει τι συμβαίνει. Τα ίδια και μ’ αυτούς.  Σιγά σιγά όλο το κονβόι βρίσκεται παρκαρισμένο πίσω μας.

Εμείς φεύγουμε μόνο για να μας ξανασταματήσουν 2 km πιο μακριά. Δέκα η ώρα το βράδυ και έχουν όρεξη για παιχνίδια. Τελικά, είμαστε οι μόνοι που θα φτάσουν στο στόχο της ημέρας, στην Khiva. Όλοι οι άλλοι θα κοιμηθούν στην πόλη πριν. Η Khiva είναι μια πόλη με βαριά ιστορία, αφού λειτουργούσε σαν τεράστιο σκλαβοπάζαρο της περιοχής, αλλά και στάση στο δρόμο του μεταξιού. Τώρα αποτελεί ένα μικρό τουριστικό παράδεισο, αφού είναι το καλύτερα διατηρημένο δείγμα χωριού αυτής της εποχής, με σπίτια χτισμένα από χώμα και άχυρα, αλλά και τεράστια χωμάτινα τείχη. Εμείς μέχρι τώρα μόνο στα βιβλία της Unesco πρέπει να ‘χουμε δει κάτι τέτοιο. Διαλέγουμε ένα ξενώνα που προτείνει ο οδηγός και πεθαίνουμε στον ύπνο.

Την άλλη μέρα έχουμε δουλειές. Πλύσιμο ρούχα και φτιάξιμο σχάρας. Ο ξενοδόχος έχει ένα φίλο με συνεργείο που μπορούμε να πάμε, αλλά τελικά ελευθερώνεται μετά τις 12 το μεσημέρι για να μας οδηγήσει εκεί. Βγαίνουμε από την πόλη και πάμε σ’ ένα δίπλα χωριό. Δρόμοι από χώμα και νερό κυλάει σε ρυάκια για κάθε χρήση. Ο μάστορας είναι πιο νέος από μας και αγγλικά ούτε γι’ αστείο. Όλες οι επικοινωνίες θα γίνονται μέσω του ξενοδόχου. Ακόμα κι όταν θα φύγει, θα πρέπει να τον παίρνουμε τηλέφωνο για να συνεννοηθούμε.

Τελικά, απορρίπτουμε την ιδέα της συγκόλλησης για τη σχάρα και περνάμε στη λύση του τρυπανιού. Δυο τρύπες στον σκελετό, στην οροφή, βίδες και παξιμάδια και ελπίζουμε ότι πια η σχάρα δεν θα πάει πουθενά. Βέβαια, η όλη διαδικασία κρατάει περί τις 3 ώρες, αφού ενδιάμεσα έχουμε διακοπή ρεύματος, διάλειμμα για φαγητό, ψώνια στην αγορά για τις βίδες και λοιπές διαδικασίες. Μέσα σε αυτές τις ώρες και κάτω από τον ήλιο στους 40 βαθμούς εμείς προφανώς και διψάμε. Μας προσφέρουν φρέσκο νερό  από το πηγάδι και παρότι καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι καλή ιδέα, δεν θέλουμε να τους προσβάλουμε. Κακό του κεφαλιού μας.

Μέχρι να τελειώσουμε, οι υπόλοιποι απ’ το κονβόι είχαν προχωρήσει κι οι μόνοι που είναι ακόμα στην πόλη είναι οι Ισπανοί οι οποίοι μείνανε από μπαταρία κι είχαν περιπέτειες αντίστοιχες με τις δικές μας. Μαζί θα φάμε και θα κυκλοφορήσουμε το απόγευμα στην πόλη που έχει γιορτή πεπονιού. Ο Σπύρος θα γνωρίσει κάτι ντόπιους και θα καταλήξει να τρώει μαζί τους σ’ ένα πάρκο, αλλά και να χορεύει 80ς με πενηντάρες υπέρβαρες κυρίες σε open-air disco με φωτορυθμικά. Το cult σ’όλο του το μεγαλείο, αλλά έτσι γνωρίζεις την κουλτούρα.

Την άλλη μέρα είναι να ταξιδέψουμε με τους Ισπανούς, αλλά το καθυστερούμε. Και ο Σπύρος και ο Γιώργος είναι άρρωστοι. Το νερό απ΄το πηγάδι έχει αρχίσει να κάνει τη δουλειά του. Στην έξοδο της πόλης θα πετύχουμε και μια ομάδα φίλων Ρουμάνων (οι οποίοι έχουν δεμένο ένα βαρέλι κρασιού στην οροφή τους). Διόλου περιέργως, είναι όλοι με hangover και το παίρνουν και αυτοί αργά.

Στο δρόμο σταματάμε για φαί σ’ ένα απ’ τα απαρχαιωμένα καφέ, αλλά μπουκιά δεν κατεβαίνει. Θα φτάσουμε στην όμορφη Bukhara εξουθενωμένοι. Ο Σπύρος πέφτει για ύπνο απ’ τις 20.00 αφού ούτε το κεφάλι δεν μπορεί να κρατήσει όρθιο. Οι άλλοι θα πετύχουν ξένες ομάδες και θα το ρίξουν στο ποτό. Η πόλη για ακόμα μια φορά προσφέρεται, αφού το Ουζμπεκιστάν έχει αποδειχθεί άκρως τουριστικό (για τα δεδομένα της περιοχής), με καταπληκτικούς ναούς και μνημεία, αρκετούς Δυτικούς τουρίστες και άρα και τις αντίστοιχες δομές σε μπαρ και εστιατόρια.

Την επομένη επισκεπτόμαστε το κάστρο Ark της πόλης, για το οποίο πρέπει να πληρώσουμε τιμή εικοσαπλάσια αυτής για τους ντόπιους. Το κάστρο αποδεικνύεται μια αποτυχία, αφού τα μουσεία μέσα το μόνο που καταφέρνουν είναι να μας κάνουν να εκτιμήσουμε τα μουσεία στην Ελλάδα. Απολαμβάνουμε τη θέα όμως και γνωρίζουμε μια παρέα κορίτσια με μονόφρυδα και αξύριστα πόδια (χαρακτηριστικό παράδειγμα ουζμπέκικης αισθητικής) οι οποίες παρότι δεν μιλάνε γρι αγγλικά, θα μας συνοδέψουν για βόλτα στο παζάρι. Εκεί το ρίχνουμε στα ψώνια με φουλάρια, δώρα, κλπ, ενώ εξερευνούμε και το μουσικό πολιτισμό της χώρας, ψάχνοντας για γιουκουλέλε για τη δική μας Ειρήνη. Στο τέλος, όπως πάντα, καταλήγουμε για φαγητό και έχοντας φάει πολλές απομιμήσεις «ελληνικής» σαλάτας τελευταία (λόγω ασθενείας) απηυδισμένοι απειλούμε ότι αν δεν έχει φέτα μέσα η σαλάτα μας, δεν πρόκειται να την πληρώσουμε!  Προφανώς και δεν έχει φέτα (αλλά το γνωστό ντόπιο κακέκτυπο) – προφανώς και την πληρώνουμε!

Αναχωρούμε και πάλι και το διαταραγμένο στομάχι μας μάς αναγκάζει να γνωρίσουμε πολλές τουαλέτες βενζινάδικων, τις οποίες κανονικά ούτε από μακριά δεν θα πλησιάζαμε. Ένα λάκκος στο χώμα γεμάτος περιττώματα και δυο μέτρα από πάνω, δυο σανίδια στηρίζεται κανείς για να κάνει την ανάγκη του. Αν έχετε δει την εναρκτήρια σκηνή του Slumdog Millionaire θα καταλάβετε τι περνούσε από το μυαλό μας κάθε φορά που ήμασταν εκεί. Με τα πολλά φτάνουμε Samarkand, μια ακόμα αξιόλογη πόλη με πλούσια ιστορία και καταπληκτικά Bed & Breakfast. Κλείνουμε δωμάτιο και βγαίνουμε για φαγητό. Όλοι εκτός από το Γιώργο που με σπασμούς και πυρετό μένει στο δωμάτιο. Γυρίζοντας του φέρνουμε γιαούρτι που είναι το μόνο που μπορεί να φάει κι ελπίζουμε να καταφέρει να κοιμηθεί.

Το πρωί όμως ξυπνάει και πάλι χάλια, πάει στο φαρμακείο, παίρνει αντιβίωση και ξανακοιμάται. Ο Σπύρος και ο Ντάνιελ βγαίνουν βόλτα στην πόλη. Επισκέπτονται το επιβλητικό Registan με τις medressa αμφισβητήσιμης συντήρησης που ‘χει μετατραπεί πια σε εμπορικό κέντρο, αλλά και τα μαυσωλεία της πόλης. Οι γονείς του Γιώργου εντωμεταξύ έχουν θορυβηθεί και μέσω γνωστών φτάνουν να ενημερώσουν τον Υπουργό Υγείας του Ουζμπεκιστάν για το θέμα, ο οποίος κανονίζει γιατρό να μας περιμένει στην Τασκένδη. Αφού ανταλλάξουμε δολάρια στο δρόμο και προμηθευτούμε τα απαραίτητα εφόδια, αναχωρούμε κι εμείς για εκεί. Η πρωτεύουσα όμως είναι full απ’ ότι φαίνεται κι εμείς πρέπει να κάνουμε τσάρκα πολλά ξενοδοχεία μέχρι να βρούμε κατάλυμα. Κι όταν τελικά βρίσκουμε είναι πολύ αργά για τον γιατρό.

Δίνουμε πάλι μάχη να κάνουμε συνάλλαγμα νυχτιάτικα, μπας και μπορέσουμε να φάμε και τελικά τα καταφέρνουμε με τους υπαλλήλους του supermarket. Το άλλο πρωί ο Γιώργος πάει να ταχυδρομήσει δώρα που έχει πάρει για Ελλάδα κι οι τιμές που του ζητάνε τόσο εξωφρενικές που τελικά στέλνει μόνο μερικά ρούχα για να κάνει χώρο στο αμάξι. Αναχωρούμε με σκοπό να μπούμε Καζακστάν, αλλά στα πρώρα σύνορα απαγορεύεται να περάσουν στ’ αμάξια, στα δεύτερα απαγορεύεται να περάσουν οι ξένοι κι έτσι οδηγούμαστε 80χμ πίσω για να μπορέσουμε να διασχίσουμε. Οι φίλοι μας που παρακολουθούν την πορεία μας από το online tracking system, νομίζουν ότι τα παρατάμε και γυρνάμε Ελλάδα...

Τελικά φτάνουμε στο συνοριακό σταθμό 18:50. Μόνο για να διαπιστώσουμε ότι 19:00-20:00 κλείνει για διάλειμμα. Υπομονή, χαρτούρα και έλεγχοι στα πράγματα και δη τα φάρμακα, μας κάνουν να μπούμε Καζακστάν μετά τις 22.00. Νυχτερινή οδήγηση και φτάνουμε στο Saryagash. Από την άλλη πλευρά των συνόρων που μας είχαν απορρίψει προηγουμένως! Μια μέρα χαμένη. Ο Γιώργος εντωμεταξύ χειροτερεύει, αφού πέρα από πυρετό έχει αρχίσει και να πρήζεται. Βρίσκουμε ένα άθλιο hotel και διανυκτερεύουμε. Ένας στο πάτωμα, ένας στον καναπέ κι ένας στο κρεβάτι. Το πρωί τσακωνόμαστε με τους ιδιοκτήτες αφού μας ζητάνε έξτρα λεφτά κι πιανόμαστε σχεδόν στα χέρια και φτάνουμε να εμπλέξουμε και τους αστυνόμους από το παρακείμενο τμήμα, αποχωρούμε. Είναι ξεκάθαρο πια ότι το κλίμα έχει αλλάξει. Στα ξενοδοχεία πια κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα στοιχεία μας – το μόνο που ζητάνε είναι λεφτά.

Επόμενη στάση το ιατρικό κέντρο του χωριού, αφού η κατάσταση με τον Γιώργο δεν πάει άλλο. Αγγλικά βέβαια δεν μιλάνε κι έτσι αναγκαζόμαστε να τηλεφωνήσουμε σε φίλη Εσθονή στη Ζυρίχη, να της εξηγήσουμε το πρόβλημα στα Γερμανικά, για να τους τα μεταφέρει στα Ρώσικα. Ψυχή βαθειά. Δεν ξέρω τι κατάλαβαν, αλλά του βάζουν δυο ορούς, του δίνουν και μια σακούλα φάρμακα (και το τηλέφωνο της κόρης της γιατρού) και μας χαιρετάνε με κόστος πενταπλάσιο από αυτό που αρχικά μας είχαν ανακοινώσει πριν την εξέταση. Τουλάχιστον ο Γιώργος φαίνεται να είναι καλύτερα οπότε συνεχίζουμε, αν κι εκείνος ακόμα δεν οδηγάει. Το βάρος μοιράζεται στα δύο.

Στο δρόμο μας σταματάνε αστυνομικοί. Την πρώτη φορά για υποτιθέμενη προσπέραση νταλίκας, τη δεύτερη για όριο ταχύτητας. Εμείς πουλάμε τρέλα και παριστάνουμε τους ηλίθιους τουρίστες. Την γλιτώνουμε και τις δύο φορές, τη μια μάλιστα κρατώντας και ένα αστυνομικό λεξικό για κειμήλιο. Οι διεφθαρμένοι μπάτσοι όμως είναι μια πραγματικότητα στη χώρα και θα πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους καθημερινά.

Το βράδυ φτάνουμε στην πόλη Taraz. Το ξενοδοχείο το φυλάνε ένοπλοι, αλλά δε ρωτάμε τι συμβαίνει. Ου μπλέξεις. Πάμε σε παρακείμενο εστιατόριο, όπου παίζουν παραδοσιακή μουσική και χορεύουν. Η μουσική είναι κάτι μεταξύ φολκλόρ και μπλιμπλίκια από τα 80’s, και ο χορός αυτοσχέδια κουνήματα στην πίστα. Ένα χάος. Κι εμείς παραγγέλνουμε σουβλάκια  κοτόπουλο κάνοντας κο-κο και δείχνοντας τους κάνοντας με τα χέρια φτερούγες. Τελικά μας φέρνουν 16 αντί για 6 και φτάνουμε να κερνάμε το μαγαζί. Μια παράνοια.

Το πρωί πρέπει να εμφανιστούμε στο αστυνομικό τμήμα για να εγγραφούμε όπως ορίζει ο νόμος, αλλά τελικά η δουλειά δεν γίνεται και μας προωθούνε στην επόμενη πόλη. Το τοπίο αρχίζει να αλλάζει και αντί για έρημο, πια έχουν στέπα. Αχανή, άνυδρη στέπα. Οδηγούμε μέχρι την τεράστια λίμνη Balkhash και το βράδυ μένουμε στην ομώνυμη παραλίμνια πόλη. Ξεφορτώνοντας διαπιστώνουμε ότι δυο sleeping bags έχουν κάνει φτερά από τη σχάρα. Το πρωί από ότι φαίνεται δεν είχαμε δέσει και πολύ καλά τα πράγματα. Στο ξενοδοχείο μας έχει γάμο κι έτσι πάμε έξω για φαγητό. Εκεί πετυχαίνουμε και ζευγάρι Ελλήνων που ταξιδεύουν με μηχανή. Μεγάλη η χάρη τους, σε αυτούς τους δρόμους. Αναλογιζόμενοι το ταξίδι, αυτοί ήταν και οι μόνοι Έλληνες που πετύχαμε στο εξωτερικό. Πίνουμε παρέα και γυρίζουμε στο ξενοδοχείο μας. Εκεί ο Daniel κάνει παρέα με κάτι οπλοφόρους, οι οποίοι αποδεικνύονται undercover αστυνομικοί.

Την άλλη μέρα σφυρηλατούμε μια ζάντα που έχει στραβώσει και πάμε στην αστυνομία για εγγραφή. Πετυχαίνουμε τους ίδιους αστυνομικούς με το προηγούμενο βράδυ, οι οποίοι μας βοηθάνε με τη διαδικασία. Πού να το περιμένεις ότι οι φίλοι που κάνεις το βράδυ, θα σε σώσουν το πρωί... Παίρνουμε τα χαρτιά και οδηγούμε προς την πρωτεύουσα Αστάνα. Θα βρέξει πάλι μετά από καιρό. Στο δρόμο σήμερα η αστυνομία θα μας σταματήσει μόνο για να μας χαιρετήσει. Φτάνοντας στην πόλη θα κάνουμε το κλασσικό τουρ σε αναζήτηση ξενοδοχείου. Σε κάποια φάση θα μας πλευρίσει αμάξι, λέγοντας μας πως έχουν αυτοί ξενοδοχείο με σάουνα να μας υποδείξουν. Θα μπούνε μπροστά και θα μας δείχνουν το δρόμο χωρίς να συμφωνήσουμε. Θα κάνουμε αμάν και πώς για να τους ξεφορτωθούμε, χωρίς να τους τσαντίσουμε. Τουλάχιστον θα βρούμε ξενοδοχείο προς την περιοχή που μας πάνε.

Το άλλο πρωί θα κάνουμε λίγο τουρισμό, στην εντυπωσιακή, τεχνητή πρωτεύουσα, η οποία ιστορικά ποτέ δεν ήταν τίποτα, αλλά επιλέχθηκε πριν από 20 χρόνια ως το μέρος που θα δομηθεί η νέα πρωτεύουσα. Περιπλανηθήκαμε στην τεράστια τέντα, σήμα κατατεθέν της πόλης,  που χρησιμεύει σαν πολυκατάστημα, και αφήσαμε πίσω την πόλη πίσω μας. Όπως και τις προηγούμενες μέρες οδηγούμε σαν τρελοί για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και τις μέρες χαλάρωσης προηγουμένως στο Ουζμπεκιστάν.

Στο δρόμο θα χρειαστεί να δωροδοκήσουμε κάτι μπάτσους με δύο πούρα, για να μας αφήσουν να συνεχίσουμε. Τα συνήθη κόλπα δεν πετυχαίνουν. Οδηγούμε στην στέπα και πάλι. Φτάνοντας στο Pavlodar, στα βόρια της χώρας, ρωτάμε κάτι νταλικέρηδες οδηγίες κι ο ένας από αυτούς παίρνει το όχημα του και μας δείχνει το δρόμο, ενώ για δώρο αποχαιρετισμού μας κερνάει και 10 λίτρα βενζίνη στο βενζινάδικο. Περίεργοι άνθρωποι, πάντα μπορούν να σε εκπλήξουν.

Το βράδυ φτάνουμε θα κοιμηθούμε στο Sherbakty, τελευταίο χωριό πριν τα Ρωσικά σύνορα. Αύριο μια νέα μέρα ξημερώνει...

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube