Καλοκαίρι στην Αθήνα

Καλοκαίρι στην Αθήνα

Αυτό το ταξίδι ξεκίνησε όπως όλες οι όμορφες διαδρομές στη ζωή μου. Τυχαία, από μια σύμπτωση. Η απεργία της ΔΕΗ άφησε το τσιγάρο του Μάλαμα κυριολεκτικά… ατέλειωτο στο ραδιόφωνο. Και με λύτρωσε από το μαρτύριο της λευκής σελίδας που πρέπει να γεμίσει με τις εντυπώσεις μου για το RS3 και την 1 M Coupe για να κλείσει κι αυτό το τεύχος.
Καλοκαίρι στην πόλη, με μια σκάρτη 40άρα στο θερμόμετρο, χωρίς internet και air condition. Πήρα το αυτοκίνητο και ταξίδεψα πίσω σε όλα εκείνα τα καλοκαίρια που για τον ένα ή τον άλλο λόγο πέρασα στην Αθήνα.
[inset side=left]Ο περιφερειακός του Πολυγώνου το πρωί είναι εφιάλτης από την κίνηση, αλλά τα ξημερώματα, με λίγη φαντασία μπορείς να διακρίνεις τη χάραξη μιας ονειρικής ανάβασης[/inset]Πήγα στο γήπεδο του Π.Ο.Ψ., πίσω από τη σχολή Μωραϊτη, εκεί που κάποτε είχα τα πνευμόνια να παίζω τέσσερα «μονά» στους 21 πόντους, κάθε απόγευμα. Την πρώτη φορά που δεν πήγαμε διακοπές οικογενειακώς είχα μόλις τελειώσει την πρώτη λυκείου. Μετά το μπάσκετ μαζευόμασταν στη «δεύτερη πλατεία». Ποτέ δεν έμαθα το κανονικό της όνομα. Πίναμε καμιά μπίρα από το περίπτερο και περιμέναμε να περάσει κανένας από τους θεωρούμενους «χεράδες» του δικού μας ή των γειτονικών σχολείων, που βουτάγανε κρυφά τα αυτοκίνητα των πατεράδων τους. Καμιά φορά βάζαμε ρεφενέ το ταξί και πηγαίναμε στην Κηφισιά για να χαζέψουμε σπορ αυτοκίνητα στη βιτρίνα του Κολιόπουλου ή του Απέργη. Ή στην αρχή της Συγγρού, στου Δαλαΐνα. Εγώ προτιμούσα τη Συγγρού. Οδηγούσε στη θάλασσα και μου έκανε πιο κοσμοπολίτικη. Εκεί είχα δει πρώτη φορά Ferrari. Testarossa νομίζω. Μπορεί να ήταν και 348, δεν θυμάμαι. Ήταν σίγουρα κόκκινη. Δίπλα σε μια Maserati biturbo που χρόνια αργότερα έμαθα ότι ήταν η σπάνια Karif.
Πήγα και στη σκοτεινή πλατεία, στην Παλιά Φιλοθέη, που είχα περάσει σχεδόν όλες μου τις νύχτες το καλοκαίρι του ’94. Είχα πιάσει την πρώτη μου δουλειά και άδεια δεν έπαιζε. Είχα βγάλει δίπλωμα όμως. Είχαν φύγει κι οι γονείς μου διακοπές, οπότε κυκλοφορούσα το Kadett του πατέρα μου χωρίς περιορισμούς. Χίλια διακόσια κυβικά, 60 άλογα όταν φόραγε και το δεύτερο καρμπυρατέρ και δούλευε σωστά –πράγμα σπάνιο–, με τεσσάρι σασμάν, τέσσερα ταμπούρα κι ανάποδο φύλλο σούστας μπροστά αντί για ελατήρια. Ήταν όμως πισωκίνητο. Ό,τι λεφτά είχα βγάλει εκείνο το καλοκαίρι τα είχα φάει στη βενζίνη. Κάθε βράδυ Σούνιο ή Διόνυσο και μετά προπόνηση στην πλατεία. Σβούριξα μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα, εκατό. Ούτε που θυμάμαι. Ευτυχώς τότε δεν είχε τόσα παρκαρισμένα. Κάποιο βράδυ ένας αμόλησε κάτι σκυλιά να με κυνηγήσουν. Ένα άλλο βράδυ μόλις είχα βγάλει επιτέλους τη μισή πλατεία χωρίς τετ-α-κε, βλέπω μπροστά μου το περιπολικό. Όχι ρε παιδιά, τους λέω, κατά λάθος έγινε. Μόνο του γλίστρησε, πήγα να σκοτωθώ. Το έπαιξα φοβισμένος. Όχι πως δεν ήμουν. Οι μπάτσοι δεν με ένοιαζαν, τη μάνα μου έτρεμα. Τελικά είδαν και το χρέπι και το έφαγαν το παραμύθι. Σου λέει, να βγήκε για πλατείες με αυτό το ρημάδι αποκλείεται. Και μ’ άφησαν. Εγώ συνέχισα τις «προπονήσεις». Τον Αύγουστο οι κάτοικοι των γύρω σπιτιών προφανώς έλειπαν, οπότε δεν ξαναφώναξαν την αστυνομία. Όταν γύρισαν οι άλλοι της παρέας μου το Σεπτέμβρη, τους πήγα βόλτα. Ο θαυμασμός ανακατεμένος με τρόμο στα μάτια τους, ήταν η αναγνώριση. Είχα πλέον γίνει «χεράς».
Το ρεύμα θα πρέπει να είχε έρθει στο σπίτι. Συνέχισα να τριγυρνάω άσκοπα, σχεδόν ως το ξημέρωμα. Όπως εκείνο το βράδυ που την περίμενα να μου τηλεφωνήσει. Μια παλιά μου αγάπη. Όταν με ήθελε πολύ εγώ ήμουν αλλού, κι όταν κατάλαβα, αυτή τα είχε με κάποιον και το πήγαιναν σοβαρά. Την έψαξα, τη βρήκα και θες από βλακεία, θες από εγωισμό να μη μου τη φάει ο άλλος, της είπα λόγια μεγάλα. Τα πίστεψε. Το επόμενο κιόλας βράδυ θα τον έβλεπε για να καθαρίσει μαζί του.
Είχε πάει πέντε τα ξημερώματα και το τηλέφωνο βουβό. Γυρνούσα σπίτι. Είχα περάσει τα δικαστήρια της Ευελπίδων και έκανα αριστερά στον περιφερειακό του Πολυγώνου, ανηφορίζοντας για το Αττικό Άλσος. Αυτός ο δρόμος το πρωί είναι εφιάλτης από την κίνηση. Αλλά τέτοιες ώρες, με λίγη φαντασία μπορείς να διακρίνεις τη χάραξη μιας ονειρικής ανάβασης που ξεκινάει έξω από του Καλτσούνη με μια γρήγορη αριστερή 3ης που χάνεται στην κορυφή. Ακολουθεί μικρή ευθεία και στο τέλος της δεξιά φουρκέτα. Έχει φανάρι, αλλά είναι σχεδόν πάντα πράσινο. Κρατάει στην έξοδο και θέλει τέρμα γκάζι γιατί ανηφορίζει κι άλλο. Μια ανοιχτή αριστερή οδηγεί σε μια εκπληκτική πολύ γρήγορη δεξιά με θετική κλίση και φόντο όλη την πόλη στην εσωτερική, από Λυκαβηττό και Παρθενώνα μέχρι θάλασσα στο βάθος.
Εκείνο το βράδυ δεν έφτασα ποτέ εκεί. Στην αριστερή έξω από του Καλτσούνη το παράκανα κι έφυγα ίσια. Τράκαρα δυνατά σε μια παρατημένη σάπια Lancia Beta κι έναν κάδο σκουπιδιών. Δεν χτύπησα, αλλά θα μπορούσα. Φαντάστηκα ότι την αφορούσε. Την πήρα τηλέφωνο. Το σήκωσε εκείνος. Δεν μίλησα. Του το άρπαξε από τα χέρια βιαστικά. «Έλα…», πρόλαβα να πω. «Έλα μαμά», μου λέει. «Τι ώρα είναι αυτή; Δεν μπορώ να σου μιλήσω, θα σε πάρω αργότερα». Και μου το έκλεισε χωρίς να ακούσει λέξη.
Μέχρι τότε τουλάχιστον, πίστευα ότι ευτυχία είναι ένα κορίτσι κι ένα αυτοκίνητο. Εκείνο το βράδυ τα έχασα όλα. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω για τι από τα δύο στεναχωρήθηκα περισσότερο. Ένα είναι σίγουρο. Ό,τι δυνατό έχω να θυμάμαι από τη ζωή μου, έχει συμβεί γύρω ή μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Κι έχω ανάγκη να το υπενθυμίζω αυτό στον εαυτό μου.

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube